ἔρως

ἔρως
ἔρως (ἔρως, -ωτος, -ωτι; -ωτες, -ώτων.)
a passion, love (v. von der Mühll, M. H., 1964, 169.)

ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.5

ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς) I. 8.29 ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν ἐδάσσατο[ Δ. . . ματέῤ ἐρώτων οὐρανίαν Ἀφροδίταν fr. 122. 4. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. χάριτάς τ' Αφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
b desire, longing καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνιξε Boeckh) P. 10.60

οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι N. 11.48


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἔρως — love masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • ἔρως — ἔρος 1 love masc acc pl (doric) ἔρως love masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἤρων τὸ μαίνεσθαι δ’ ἄρ’ ἦν ἔρως βροτοῖς. — ἤρων τὸ μαίνεσθαι δ’ ἄρ’ ἦν ἔρως βροτοῖς. См. Суженый, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τυφλὸς... ὁ Ἔρως. — См. Любовь слепа …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐρώτοιν — ἔρως love dat dual ἔρως love masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρωσι — ἔρως love dat pl ἔρως love masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρωσιν — ἔρως love dat pl ἔρως love masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρωτι — ἔρως love dat sg ἔρως love masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эрот — (Έρως = лат. Amor Амур) у древних греков бог любви, понимавшийся как особое мировое божество и как безотлучный спутник и помощник Афродиты. Как мировое божество, соединяющее богов в брачные пары, Э. считался порождением Хаоса (темной ночи) и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ЭРОС, ЭРОТ — • Έρως, Έρος, Amor, Cupido, бог любви. У Гомера он еще не упоминается; у него одна лишь Афродита является богиней возбудительницей любви. Гесиод, напротив, относит его к числу древнейших богов (theog. 120) …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”